εὐρύς

εὐρύς
εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ, [dialect] Ion. fem. εὐρέᾰ (not εὐρέη) Hdt.1.178, cf. Theoc. 7.78; [dialect] Aeol. fem.
A

εὔρηα Alc.Supp.12.5

: gen. εὐρέος, είας, έος: acc. sg. εὐρύν, (in Hom.) sts. εὐρέᾰ (v. infr.): gen. εὐρέος as fem., Asius 13, Opp.C.3.323: so nom. pl.

εὐρέες AP9.413

(Antiphil.):—wide, broad,

οὐρανὸν εὐρύν Il.3.364

, al.;

εὐρεῖα χθών 4.182

, al.;

εὐρέα πόντον 6.291

;

εὐρέα κόλπον 18.140

, al.;

εὐ. σχεδίη Od.5.163

;

ὦμοι Il.3.210

, Od.18.68,al. ([comp] Comp.

εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Il.3.194

);

μετάφρενον 10.29

;

σάκος 11.527

;

τεῖχος 12.5

;

ὁδὸς εὐρυτέρη 23.427

; εὐρὺν ἀγῶνα (v. ἀγών) ; κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 1.229,384,478: freq. in [dialect] Ep. and Lyr., rare in Trag. (exc. in lyr.); in iambic trimeters, E.Fr.921;

ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar. Eq.720

; not common in Prose (never in Papyri),

εὐ. τάφρος Hdt.1.178

; κόθορνοι εὐρύτατοι loose boots, Id.6.125;

οἰκίαι X.An.4.5.25

;

οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ διαφυγή Pl.Lg.737a

; φλέβες εὐρύτεραι, opp. λεπτότεραι, Diog.Apoll.6, cf. Pl.Ti.66d;

πόροι Thphr.CP3.11.2

;

κατὰ στενότερα καὶ εὐρύτερα Pl.Phd.111d

.
2 far-reaching, far-spread,

κλέος εὐρύ Od.23.137

;

κληδών Simon.84.6

;

εὐ. ἐλπίδες Pl.Epigr.7

.
II as Adv.: the neut. εὐρύ is used as positive, Pi.O.13.24; cf. εὐρυκρείων, εὐρυρέων: [comp] Comp.

εὐρυτέρως, ἔχειν Ar.Lys.419

. (Skt. urú- 'wide', [comp] Comp. várīyān.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐρύς — wide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ευρύς, -εία, -ύ — πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, απλωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρέα — εὐρύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) εὐρύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐρέᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύ — εὐρύς wide neut acc sg εὐρύς wide masc voc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτάτων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτέρων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτέρως — εὐρύς wide adverbial εὐρύς wide masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτατον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτερον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”